Μαχαγιάνα

Μαχαγιάνα
(Mahayana). Ένας από τους δύο σημαντικότερους κλάδους του βουδισμού (Mahayana στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλο όχημα). Σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς ανάπτυξη και διεύρυνση των εννοιών και δοξασιών του άλλου βουδιστικού κλάδου, Χιναγιάνα (Μικρό Όχημα), από τον οποίο προήλθε. Το πιθανότερο είναι ότι η Μ. συστηματοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μεταγενέστερη εποχή, κατά την Δ’ Σύνοδο της Τζαλαντάρ (Παντζάμπ) και της Κουνταλαβάνα (Κασμίρ), υπό την αιγίδα του Σκύθη βασιλιά Κανίσκα (τέλη 1ου αι. π.Χ.). Η Μ. διαφέρει από τη σχολή του Μικρού Οχήματος –δίχως να απορρίπτει τις βασικές αρχές της–, κατά το ότι η πρώτη εμπνέεται από μια πιο ευρεία και πιο ελευθέρια ενατένιση της ζωής, σε αντίθεση με την αυστηρή ασκητική της δεύτερης. Στο έργο της Μ. με τίτλο Ο λωτός του αγαθού νόμου, το παλαιό ιδεώδες του αρχάτ –του αγίου δηλαδή που αναζητεί στον ασκητικό βίο την ατομική σωτηρία και την απελευθέρωση από το κάρμα– αντικατέστησε το ιδεώδες του βαδισάτβα, ο οποίος, εξαγνισμένος από κάθε ενοχή και έτοιμος για την τελική απελευθέρωση, προτιμά από την προσωπική του νιρβάνα, να προσφέρει βοήθεια στους ανθρώπους, που βρίσκονται παγιδευμένοι στα δεσμά της Μάγια, πηγής των πλανών της Μ. Εκείνος όμως που κυρίως συστηματοποίησε τη διδασκαλία της Μ., υπήρξε ο βραχμάνος Ναγκαρτζούνα (2o αι. μ.Χ.), ο οποίος έδρασε στις βόρειες Ινδίες. Ο Ναγκαρτζούνα είχε στην κατοχή του ένα βιβλίο, το οποίο αναφερόταν στην τελειότητα του σοφού. Αυτό το έργο του το είχε δώσει το φίδι Νάγια, το οποίο το είχε λάβει από τον ίδιο τον Βούδα. Με αφετηρία αυτό το βιβλίο, ο Ναγκαρτζούνα διατύπωσε μία θεωρία σε 400 ποιητικές στροφές, για την οποίες έγραψε έπειτα σχόλια ο ίδιος, σύμφωνα με την οποία κανένα πράγμα δεν είναι αυθύπαρκτο και ότι η σκέψη εργάζεται για την ίδια της την άρνηση. Κατά τον 7ο αι. η Μ., η οποία είχε αρχίσει να παρακμάζει στις Ινδίες, διαδόθηκε στην Κίνα, στην Κορέα, στην Ιαπωνία, στο Θιβέτ, στις χώρες της κεντρικής Ασίας, στο Βιετνάμ και στην Ταϊβάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • νιρβάνα — Όρος που προέρχεται από τη σανσκριτική γλώσσα, σημαίνει εκμηδένιση και υιοθετήθηκε από τον βουδισμό και τον τζαϊνισμό για να χαρακτηρίσει την εκμηδένιση, δια της άσκησης, της ανάγκης, που οφείλεται στο κάρμα, γέννησης και θανάτου στον ακαθόριστο… …   Dictionary of Greek

  • σούτρα — και σούτα, η, Ν θρησκειολ. 1. όρος που στον ινδουισμό δηλώνει μια σύντομη αφοριστική σύνθεση 2. όρος που στον βουδισμό δηλώνει μια περισσότερο εκτεταμένη έκθεση, τη βασική μορφή τών γραφών, τόσο τής σχολής Θεραβάντα, όσο και τής παράδοσης… …   Dictionary of Greek

  • τεντάι — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • Αβαλοκιτεσβάρα — Ένας από τους τρεις μεγάλους θεούς του βουδιστικού ρεύματος Μαχαγιάνα. Προστάτης της βουδιστικής εκκλησίας του Θιβέτ. Λέγεται και Παντμπανί. Ενσάρκωσή του είναι ο Δαλάι Λάμα.Στην Κίνα, όπου λέγεται Κουάν γιν, και στην Ιαπωνία, όπου αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • βεδάντα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας. Το σύστημα αυτό εμφανίζεται με το κύρος του ονόματος των Βεδών και, αναπτύσσοντας τη βασική ιδέα των Ουπανισάδ, ρίχνει το κύριο βάρος του στο πρόβλημα της γνωσιολογίας. Τα βεδικά κείμενα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”